Σελίδες

AUTOMATIC TRANSLATION OF OUR BLOG INTO YOUR LANGUAGE BY GOOGLE TRANSLATE:

Turkish English German Dutch Swedish Danish French Italian Russian Spanish Portuguese Arabic

Ιστορία/History


Η λέξη «Σάμος» είναι πιθανόν φοινικική και προέρχεται από τον Σάμο, τον γιο του μυθικού οικιστή του νησιού, Αγκαίου. Σε γραπτό κείμενο η Σάμος απαντάται για πρώτη φορά στον Ομηρικό Ύμνο προς τον Απόλλωνα. Στην Αρχαιότητα έλαβε και άλλες ονομασίες ή χαρακτηρισμούς: Ανθεμίς, Δρυούσα, Δόρυσσα, Κυπαρισσία, Ιμβρασία, Μελάμφυλος, Παρθενία.

Σημεία ανθρώπινης παρουσίας εντοπίζονται στο νησί από την 4η χιλιετία π.Χ. Παλαιότεροι κάτοικοί της θεωρούνται οι Πελασγοί. Ακολούθησαν οι Κάρες και οι Λέλεγες. Σύμφωνα με τη μυθολογία, πρώτος βασιλιάς της αναφέρεται ο Αγκαίος, ένας από τους ήρωες της αργοναυτικής εκστρατείας, ικανός αμπελοκαλλιεργητής και ιδρυτής του αρχικού ξύλινου ναού της θεάς Ήρας κοντά στις εκβολές του Ίμβρασου ποταμού, όπου κατά τη μυθολογία γεννήθηκε η θεά.

Σε ό,τι αφορά τα ιστορικά στοιχεία, φαίνεται πως περίπου τον 11ο αι. π.Χ. εγκαταστάθηκαν στη Σάμο Ίωνες με αρχηγούς τον Τεμβρίωνα και τον Προκλή που κυριάρχησαν στο νησί. Αυτοί χώρισαν τη Σάμο σε δύο μέρη, την Αστυπάλαια και τη Χησία, και ίδρυσαν την πόλη, το Άστυ, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Πυθαγόρειο.

Στη μεγαλύτερη ακμή της κατά την Αρχαιότητα, η ιωνική Σάμος έφτασε τον 6ο αι. π.Χ. υπό τον τύραννο Πολυκράτη. Η ναυτιλία και το εμπόριό της γνώρισαν στην εποχή του εξαιρετική ανάπτυξη. Με τα πολεμικά της πλοία, τις «σάμαινες», κυριάρχησε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο Αιγαίο. 

Σύγχρονη αναπαράσταση της Σάμαινας, του τύπου πλοίου που κυριάρχησε στο Αιγαίο τον 6ο αι. π.Χ.

Ήδη από την Αρχαϊκή εποχή η Σάμος είχε ιδρύσει αποικίες στην απέναντι ακτή της Ιωνίας, στη Θράκη αλλά και στη Δύση (Δικαιάρχεια στη Μεγάλη Ελλάδα). Τότε αναπτύχθηκαν ιδιαίτερες σχέσεις με την Αίγυπτο, οι οποίες αντικατοπτρίζονται στην αναφερόμενη από τον Ηρόδοτο φιλία ανάμεσα στον Πολυκράτη και το Φαραώ Άμασι. Οι εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο και οι επιρροές που άσκησαν είναι εμφανείς στην τέχνη της εποχής, με τα μνημειακά αγάλματα που βρίσκονταν τοποθετημένα κατά μήκος της Ιεράς Οδού που ένωνε το Ηραίο με την πόλη της Σάμου.

Το "Σύνταγμα του Γενέλεω", άγαλμα του 560 π.Χ. στην Ιερά Οδό μεταξύ Ηραίου και αρχαίας πόλης της Σάμου

Όμως η δραστηριότητα των Σαμίων δεν περιορίστηκε στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως ονομαστός Σάμιος θαλασσοπόρος αυτής της εποχής αναφέρεται ο Κωλαίος που ξεπέρασε τις Ηράκλειες Στήλες (το σημερινό Γιβραλτάρ), φτάνοντας μέχρι την Ταρτησσό της Ισπανίας.

Την οικονομική ακμή ακολούθησε ανάλογη πνευματική. Μεγάλες μορφές στο χώρο της επιστήμης και της τέχνης αναδείχτηκαν εκείνο τον αιώνα.

Σύγχρονο άγαλμα του Πυθαγόρα στο Πυθαγόρειο της Σάμου

Ο μαθηματικός και φιλόσοφος Πυθαγόρας, οι αρχιτέκτονες του Ηραίου και πρωτοπόροι της γλυπτικής τέχνης Ροίκος και Θεόδωρος (στους οποίους αποδίδεται η εφεύρεση της μεθόδου κατασκευής χάλκινων αγαλμάτων με το χύσιμο του μετάλλου σε μήτρες με κερί), ο ποιητής Σιμωνίδης ο Αμοργίνος είναι οι πιο σημαντικοί. Παράλληλα η Σάμος προσελκύει καλλιτέχνες από άλλα μέρη όπως ο Ίβυκος και ο Ανακρέων. Επίσης ιδρύει αποικίες στην κοντινή Έφεσο, αλλά και στην Αμοργό, τη Σαμοθράκη, τη Θράκη και τη μακρινή Σικελία. Όμως και στους αιώνες που ακολούθησαν, παρά τη σταδιακή παρακμή, δεν έλειψαν οι μεγάλες προσωπικότητες του πνεύματος. Σάμιοι ήταν ο ιστορικός Δούρις και ο μεγάλος αστρονόμος Αρίσταρχος, υποστηρικτής του ηλιοκεντρικού συστήματος, ενώ και ο φιλόσοφος Επίκουρος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σάμο.
Στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ Σάμου και Μικράς Ασίας έλαβε χώρα η τελευταία φάση της μεγάλης σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Περσών. Στην περιοχή της Μυκάλης οι Έλληνες νίκησαν τους Πέρσες σε ναυμαχία και πεζομαχία, θέτοντας τέλος στις προσπάθειές τους να επεκταθούν προς τη Δύση.

Μετά τους Περσικούς πολέμους η Σάμος συμμετείχε στην Αθηναϊκή Συμμαχία. Η προσπάθεια των Σαμίων να ακολουθήσουν αυτόνομη πολιτική προσέκρουσε στη δυναμική αντίθεση των Αθηναίων, οι οποίοι με επικεφαλής τον Περικλή πολιόρκησαν την πόλη και ύστερα από εννιά μήνες την κατέκτησαν, κατέστρεψαν το Άστυ και τα οχυρωματικά έργα και εξόρισαν πολλούς κατοίκους της, εγκαθιστώντας παράλληλα Αθηναίους κληρούχους.


Ασημένιο σαμιακό τετράδραχμο των αρχών του 4ου αι. π.Χ.

Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους η Σάμος ανήκε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στη ζώνη επιρροής των Πτολεμαίων της Αιγύπτου. Το λιμάνι της χρησιμοποιήθηκε ως ναύσταθμος του στόλου των Αιγυπτίων και των Ροδίων συμμάχων τους. Αργότερα, όπως όλος ο ελληνικός κόσμος, γνώρισε τη ρωμαϊκή κατάκτηση και κατέληξε, με την οριστική διάλυση της πόλης-κράτους και των ελληνιστικών κρατών, ένα μικρό νησί στην αχανή αυτοκρατορία, θέρετρο για Ρωμαίους αξιωματούχους, όπως άλλωστε και πολλά άλλα. Από την εποχή αυτή έχουν διασωθεί ψηφιδωτά υψηλής τέχνης.

Η κατάκτηση των Ρωμαίων έφερε, μαζί με τη «ρωμαϊκή ειρήνη», νέους κατοίκους, νέους τρόπους ζωής, καινούργιες θεότητες και λατρείες. Υπολείμματα υπέργειου υδραγωγείου, θέρμες, ιερά της Κυβέλης, βωμοί, αναθήματα και άλλα μνημεία που έχουν διασωθεί δηλώνουν τη ρωμαϊκή παρουσία στο νησί.

Στοά των ρωμαϊκών λουτρών κοντά στο Πυθαγόρειο

Στα χρόνια της Ύστερης Αρχαιότητας η Σάμος εξακολουθεί να είναι σημαντικό κέντρο, οικονομικό και πνευματικό, χωρίς όμως ποτέ να ανακτήσει την αίγλη της Αρχαϊκής εποχής.

Περισσότερες πληροφορίες για την αρχαία Σάμο μπορείτε να δείτε στο παρακάτω ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης:



ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ - ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ

Η σχετική ηρεμία των Πρωτοβυζαντινών χρόνων φαίνεται ότι ευνόησε την έντονη οικονομική δραστηριότητα. Η Σάμος, κέντρο της οποίας παρέμενε η αρχαία πόλη, ήταν διοικητικό και οικονομικό κέντρο. Η ύπαρξη πολλών παλαιοχριστιανικών βασιλικών στο νησί αποδεικνύει, εκτός από τη διάδοση του χριστιανισμού ήδη από τον 5ο αιώνα, τη σχετική οικονομική ευρωστία. Αγροτικές κοινότητες ακμάζουν αυτήν την περίοδο και τα σαμιακά προϊόντα μεταφέρονται σε μακρινές περιοχές. Τον 7ο αιώνα υπάρχουν ενδείξεις ότι το νησί απειλήθηκε και ίσως δέχτηκε αραβική επίθεση. Σε αυτήν την εποχή τοποθετούνται διάφορες οχυρωμένες θέσεις, όπως το Κάστρο του Λαζάρου, που δηλώνουν την εγκατάσταση ενός μέρους των κατοίκων των παραλίων στην ενδοχώρα, προφανώς για λόγους ασφάλειας.

Η πόλη παρακμάζει σταδιακά, ενώ οι επιδρομές των Αράβων αναγκάζουν τους κατοίκους της να αποσυρθούν στο εσωτερικό σε ορεινούς, φυσικά οχυρούς, τόπους. Ίχνη εκείνης της εγκαταβίωσης στους δύο ορεινούς όγκους Κέρκη και Καρβούνη εντοπίζονται σε διάφορες περιοχές που ονομάζονται Κάστρα ή Καστράκια, στο Κάστρο του Λαζάρου, στο Κάστρο της Λουλούδας και αλλού.

Κατά τη Μέση Βυζαντινή περίοδο η Σάμος αποτελούσε την 29η επαρχία των Νήσων, ενώ την εποχή του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου οχυρώθηκε με κάστρο. Το 10ο αιώνα η Σάμος χρησίμευσε ως βάση τόσο για τις επιδρομές των Αράβων στο Αιγαίο, όσο και για τις επιθέσεις των Βυζαντινών στην Κρήτη. Ωστόσο, η παρουσία σπουδαίων βυζαντινών μνημείων στη Σάμο σε συνδυασμό με τις γραπτές πηγές δηλώνουν άνθηση του νησιού κυρίως κατά το 12ο αιώνα.

Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους το 1204 και το διαμελισμό της αυτοκρατορίας, η Σάμος περιήλθε στην άμεση κυριαρχία του λατινικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Το 1225 καταλήφθηκε από τον Ιωάννη Γ΄ Βατάτζη, αυτοκράτορα της Νίκαιας, μέχρι το 1304, οπότε καταλήφθηκε από τους Γενουάτες. Το 1329 ανακαταλήφθηκε από τους Βυζαντινούς ως το 1346, οπότε περιήλθε στους Γενουάτες και πάλι ως το 1475.

ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Το 1475 περίπου, εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών και της γενικής ανασφάλειας που επικρατούσε στα νησιά του αρχιπελάγους, πολλοί Σαμιώτες αναζήτησαν καταφύγιο στη γειτονική Χίο και στη Μικρά Ασία, ενώ η Σάμος οριστικά περιέρχεται στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πιθανόν στα 1479-1480, χωρίς όμως να ενταχθεί πλήρως στο διοικητικό και οικονομικό μηχανισμό του κράτους. Ο πληθυσμός του νησιού είχε αραιώσει τόσο πολύ, ώστε να γίνεται λόγος σχεδόν για ερήμωση της Σάμου. Η ερήμωση, που πιθανόν οφειλόταν εκτός των ανωτέρω και στην εξάπλωση της πανώλης, διήρκεσε για έναν περίπου αιώνα. Στο διάστημα αυτό έγιναν μερικές απόπειρες εκ μέρους των Οθωμανών για εποικισμό του νησιού αλλά δεν είχαν επιτυχία.

Στα μέσα του 16ου αιώνα η οθωμανική κυριαρχία έφερε ειρήνη και σταθερότητα, ενώ οι πληθυσμοί αναζήτησαν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Το 1572-1573 η Υψηλή Πύλη, εφαρμόζοντας την εποικιστική της πολιτική στο Αιγαίο, παραχώρησε ειδικά «προνόμια» στους νέους κατοίκους του νησιού και ανέθεσε την ευθύνη του εποικισμού στον αρχιναύαρχο (kapudan pasa) του οθωμανικού στόλου Κιλίτζ Αλή πασά (Kilic Ali), στον οποίο παραχωρήθηκαν τα φορολογικά εισοδήματα του νησιού μέχρι το θάνατό του. Ο εποικισμός εξασφάλιζε στην Υψηλή Πύλη τον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου Κωνσταντινούπολης-Αλεξάνδρειας, την πλήρη εγκαθίδρυση της κυριαρχίας της στο Αιγαίο αλλά και την αποσυμφόρηση των πυκνοκατοικημένων περιοχών. Οι όροι του εποικισμού εξασφάλιζαν μια μορφή αυτονομίας στα πλαίσια της οθωμανικής κυριαρχίας, έδιναν τη δυνατότητα στους εποίκους για κατάληψη εδαφών προς καλλιέργεια, φορολογική ατέλεια για επτά χρόνια, απαλλαγή από το φόρο της δεκάτης έναντι της κατ’ αποκοπήν πληρωμής 45.000 γροσίων και άλλα. Λίγο πριν από το θάνατο του Κιλίτζ Αλή πασά το νησί έγινε βακούφι (1584-1587), αφιερωμένο σε τέμενος της Κωνσταντινούπολης που είχε ιδρύσει ο αρχιναύαρχος.

Οι ευνοϊκοί όροι του εποικισμού προσείλκυσαν χριστιανούς από διάφορες περιοχές της αυτοκρατορίας, μεταξύ των οποίων και τους απογόνους των κατοίκων που εγκατέλειψαν το 1475 το νησί και κατέφυγαν στη Χίο. Στο νέο πληθυσμιακό δυναμικό ενσωματώθηκαν και όσοι από τους παλαιούς κατοίκους είχαν επιβιώσει στο εσωτερικό του νησιού, ενώ κατά καιρούς σε περιόδους αναταραχών ή επαναστατικών κινημάτων ενισχύθηκαν από Πελοποννήσιους και Επτανήσιους. Μεταξύ των εποίκων υπήρχαν και χριστιανοί αλβανικής καταγωγής ελληνόφωνοι, όπως και λίγοι μουσουλμάνοι. Στις αρχές του 17ου αιώνα είχαν σχηματιστεί τα περισσότερα από τα σημερινά χωριά της Σάμου, αρχικά σε απόσταση από τη θάλασσα και αργότερα, από τα μέσα του 18ου αιώνα και σε παράλιες περιοχές. Ο πληθυσμός το 17ο αιώνα, σύμφωνα με τις πηγές, δεν υπερέβαινε τις 10.000 κατοίκους.

Γκραβούρα της Σάμου, σχεδιασμένη από τον Dapper το 1688.

Η κοινοτική οργάνωση στη Σάμο επί οθωμανικής κυριαρχίας χρονολογείται ήδη από το 16ο αιώνα. Η πρώτη μνεία κοινοτικής οργάνωσης σε οθωμανικό έγγραφο προέρχεται από το 1610.

Το διοικητικό και φορολογικό καθεστώς της Σάμου υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως το γνωρίζουμε κυρίως από το 18ο αιώνα, συνοψιζόταν στο εξής σχήμα: τη διοίκηση ασκούσαν ο βοεβόδας του νησιού (αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και εκμισθωτής των φορολογικών προσόδων του νησιού), μαζί με τον καδή, τον επίσκοπο και τους τέσσερις προεστούς που εκλέγονταν από τους πληρεξουσίους των χωριών κάθε χρόνο, εκπροσωπούσαν τα τέσσερα τμήματα του νησιού (Βαθέος, Χώρας, Καρλοβάσου, Μαραθοκάμπου) και ήταν επιφορτισμένοι πρωτίστως με την είσπραξη των φόρων. Το σχήμα αυτό διήρκεσε μέχρι την Επανάσταση του 1821, με εξαίρεση ένα μικρό χρονικό διάστημα το 1771-1774, όταν το νησί υπήχθη στη ρωσική διοίκηση στη διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου και το 1807-1812, όταν επιχειρήθηκε μια εσωτερική αλλαγή στην προυχοντική εξουσία από την προοδευτική μερίδα των Καρμανιόλων οι οποίοι επεδίωξαν και επέφεραν, έστω και προσωρινά, αλλαγές στη διοίκηση, στη φορολογία και στη διαχείριση των οικονομικών.

Η διαίρεση του νησιού σε τέσσερα τμήματα, αποτέλεσμα της μορφολογίας του εδάφους και της διασποράς των οικισμών, συνεχίστηκε θεσμοθετημένη στη διάρκεια της ηγεμονίας και παραμένει σε ισχύ σήμερα μέσω της διαίρεσης του νησιού σε τέσσερις δήμους.

Μετά τους ρωσοτουρκικούς πολέμους και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή διαμορφώθηκαν και στη Σάμο συνθήκες που ευνόησαν τη ναυτιλία και το εμπόριο. Οι Σαμιώτες εμποροναυτικοί δραστηριοποιήθηκαν στην εμπορία λαδιού και κρασιού, που αποτελούσαν τα βασικά προϊόντα της Σάμου, αρχικά στα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη) και στη συνέχεια της Ρωσίας, της Αιγύπτου και γύρω τα τέλη του 18ου αιώνα της Ευρώπης και κυρίως της Γαλλίας.

Από την εμποροναυτική δραστηριότητα αναδύθηκε ολιγάριθμη αλλά δυναμική ομάδα, η οποία εξαιτίας της επαφής της με τα μεσογειακά-ευρωπαϊκά λιμάνια προσέλαβε και γονιμοποίησε το νόημα των ευρωπαϊκών αναστατώσεων, την αξία της αγοράς, του ταξιδιού και προπάντων των ιδεών του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Το λιμάνι του Βαθέος Σάμου στις αρχές του 19ου αιώνα. Επιχρωματισμένη λιθογραφία του Luigi Mayer.

Περίπου στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, αναπτύχθηκαν στο νησί παράλιες ζώνες και οικισμοί με προσανατολισμό το εμπόριο και τις ευκαιρίες που προσέφερε η θάλασσα. Σε έναν από αυτούς, το λιμάνι του Βαθιού, εγκαταστάθηκαν έποικοι από τα Επτάνησα.

Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821

Η επανάσταση κηρύχτηκε στη Σάμο στις 18 Απριλίου 1821 με ηγετική ομάδα από τη φατρία των Καρμανιόλων, με επικεφαλής το Λογοθέτη Λυκούργο, και επικράτησε γρήγορα, λόγω του ορθόδοξου πληθυσμού του νησιού και της απουσίας ισχυρών οθωμανικών δυνάμεων.

Ο Λυκούργος Λογοθέτης (1772-1850), ηγετικό στέλεχος της επανάστασης του 1821 στη Σάμο

Από το Μάιο του 1821 εφαρμόστηκε στη Σάμο ο «Στρατοπολιτικός Διοργανισμός της Νήσου Σάμου» συνταγμένος από το Λογοθέτη Λυκούργο. Ο τοπικός αυτός οργανισμός ίσχυσε κατά βάση μέχρι το 1834. Σύμφωνα με αυτόν, ο πολιτικός αρχηγός (γενικός διοικητής) εκλεγόταν από τη Γενική Συνέλευση των αντιπροσώπων των χωριών και λογοδοτούσε σε αυτή κατ’ έτος. Διοικούσε το νησί μαζί με τους «πολιτικούς κριτές», ενώ σε περίπτωση πολεμικών επιχειρήσεων αναγνωριζόταν ως στρατιωτικός διοικητής. Στη διάρκεια της επανάστασης οι Σαμιώτες υπό την ηγεσία του Λυκούργου κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τρεις μεγάλες επιθέσεις του οθωμανικού στόλου, το καλοκαίρι του 1821, τον Αύγουστο του 1824 και το καλοκαίρι του 1826.

Η σαμιακή σημαία της επανάστασης του 1821

Για δύο χρόνια (1828-1830) εγκαταστάθηκε στο νησί διοίκηση διορισμένη από τον Καποδίστρια και η Σάμος έγινε έδρα του τμήματος των Ανατολικών Σποράδων, που περιλάμβανε τα νησιά Σάμο, Κάλυμνο, Λέρο, Πάτμο και Ικαρία. Η Σάμος δεν περιλήφθηκε στο νέο ελληνικό κράτος σύμφωνα με το πρωτόκολλο της ανεξαρτησίας (1830), όμως οι Σάμιοι συνέχισαν τις προσπάθειές τους για ενσωμάτωση στην Ελλάδα. Τότε ιδρύθηκε η «ανεξάρτητη» Σαμιακή Πολιτεία υπό το Λογοθέτη Λυκούργο, χωρίς όμως να τύχει καμιάς αναγνώρισης. Ωστόσο η επιμονή των Σαμίων και η πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή είχαν ως αποτέλεσμα να προκριθεί για τη Σάμο το καθεστώς της αυτόνομης ηγεμονίας, υποτελούς στο σουλτάνο έναντι ετήσιου φόρου 400.000 γροσίων. Η ηγεμονική διοίκηση επιβλήθηκε διά της βίας το Μάιο του 1834 από μοίρα του οθωμανικού στόλου υπό το Χασάν μπέη. Οι πρωτεργάτες της επανάστασης και μέρος του πληθυσμού εξαναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν στο ελληνικό κράτος και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Χαλκίδας.

Η ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ (1834-1912)

Σημαία και θυρεός της ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912)
Η Σάμος αναγνωριζόταν ήδη από το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832 ως αυτόνομη περιοχή, εξασφαλίζοντας με τον Οργανικό της Χάρτη εσωτερική αυτοδιοίκηση με δική της κυβέρνηση και νομοθετικό σώμα, ιθαγένεια, σημαία, οικονομικό, φορολογικό, δικαστικό και εκπαιδευτικό σύστημα. Το αυτόνομο καθεστώς χαρακτηρίζεται από σχετική σταθερότητα, παρά την προσπάθεια της επικυρίαρχης δύναμης να αυξήσει το βαθμό υποτέλειας από τη μία και τον αγώνα των γηγενών δυνάμεων να διευρύνουν την αυτονομία από την άλλη. Η περίοδος της ηγεμονίας Σάμου εκτείνεται από το 1834 μέχρι το 1912, οπότε η σαμιακή εθνοσυνέλευση που προήλθε από επαναστατικό κίνημα υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή Σοφούλη κήρυξε την ένωση του νησιού με την Ελλάδα.

Η ηγεμονία υπήρξε δημιούργημα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων Γαλλίας, Αγγλίας και Ρωσίας στο χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και της πεισματικής άρνησης των Σαμιωτών να δεχτούν το 1830 την εξαίρεση της Σάμου από τα όρια του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Με το πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1832, η Σάμος αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη ηγεμονία υποτελής στο σουλτάνο. Η λύση της αυτονομίας υπαγορεύτηκε από την αδυναμία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ενσωματώσει τη Σάμο και από την παρέμβαση των Δυνάμεων με στόχο την προώθηση της πολιτικής τους στο Αιγαίο. Η βίαιη επιβολή της ηγεμονικής διοίκησης το Μάιο του 1834 είχε συνέπεια τον εξίσου βίαιο εκπατρισμό και την καταδίκη σε εξορία ενός αξιόλογου τμήματος της σαμιακής κοινωνίας, ιδίως της ηγεσίας της Επανάστασης του ’21. Το ηγεμονικό καθεστώς ήταν αποδεκτό από το σύστημα και την πρακτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και επωφελές για αυτήν, εφόσον η Υψηλή Πύλη διόριζε τον ηγεμόνα και εισέπραττε 400.000 γρόσια ετησίως ως φόρο υποτέλειας.

Ο ηγεμόνας ή πρίγκηπας της Σάμου διοριζόταν από το σουλτάνο, ήταν χριστιανός ορθόδοξος και κάτοχος της ελληνικής γλώσσας. Η εσωτερική διοίκηση ασκούνταν από τον ηγεμόνα και από μια τετραμελή κυβέρνηση (βουλή), εκλεγόμενη από τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων, η οποία συνεδρίαζε επί ένα ή ενάμιση μήνα κατ’ έτος. Οι κατά καιρούς ηγεμόνες προέρχονταν από τις τάξεις των ανώτερων αξιωματούχων της Υψηλής Πύλης.

Το σχήμα της ηγεμονικής διοίκησης προσδιορίστηκε από την Οργανική Διάταξη (1832) και τον Αναλυτικό Χάρτη (1850) και προσομοίαζε με αυτό των παραδουνάβιων ηγεμονιών σε μικρογραφία. Η Σάμος δεν μπορούσε να αναπτύξει εξωτερικές σχέσεις, είχε όμως δική της σημαία και πλήρη εσωτερική αυτονομία, με αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής, της γλώσσας και της θρησκείας των κατοίκων της, ενώ τελούσε υπό την εγγύηση και την προστασία των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων.

Το καθεστώς αμφισβητήθηκε αρκετές φορές από τους Σαμιώτες στη διάρκεια της αυτονομίας (1834-1912), κυρίως με αφορμή την αυταρχική άσκηση εξουσίας των ηγεμόνων ή την παραβίαση του καταστατικού χάρτη. Οι Σαμιώτες πληρεξούσιοι είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν την ανάκληση ενός ηγεμόνα και πολλές φορές άσκησαν αυτό το δικαίωμά τους. Συν τω χρόνω διαμορφώθηκαν λεπτές ισορροπίες ανάμεσα στους εξωγενείς φορείς εξουσίας, που αντιπροσώπευαν ο ηγεμόνας και οι απεσταλμένοι του σουλτάνου, και στους γηγενείς, που εκφράζονταν από τη βουλή και τη γενική συνέλευση των πληρεξουσίων. Παρά ταύτα, συχνά ήταν αδύνατον να εναρμονιστούν τα τοπικά συμφέροντα με την εξάρτηση από την επικυρίαρχη δύναμη και τότε η σύγκρουση γινόταν αναπόφευκτη.

Η πρώτη περίοδος της ηγεμονίας (1834-1849) υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή. Ο ηγεμόνας Στέφανος Βογορίδης διοίκησε το νησί με αντιπροσώπους που ενδιαφέρθηκαν όχι τόσο για την οργάνωση του αυτόνομου κρατιδίου όσο για την είσπραξη των φόρων, φτάνοντας σε υπερβολικές καταχρήσεις. Αποτέλεσμα της κακοδιοίκησης υπήρξε η εξέγερση του 1849, που οδήγησε σε αλλαγή ηγεμόνα και στην αποσαφήνιση των όρων της αυτονομίας, αλλά μετά την καταστολή της άφησε ως αρνητικό κατάλοιπο της επέμβασης του τουρκικού στρατού μόνιμη οθωμανική φρουρά στην πρωτεύουσα της ηγεμονίας.

Οι βάσεις της αυτονομίας έγιναν αναγνωρίσιμες μετά το 1851 και τέθηκαν από το Γεώργιο Κονεμένο, τοποτηρητή του ηγεμόνα, και από τους μετέπειτα ηγεμόνες Ιωάννη Γκίκα και Μιλτιάδη Αριστάρχη. Οργανώθηκαν οι υπηρεσίες της διοίκησης, οι δήμοι, τα ληξιαρχεία, τα συμβολαιογραφεία, τα δικαστήρια, η εκπαίδευση, ιδρύθηκαν σχολεία σε όλες τις κοινότητες του νησιού, το Πυθαγόρειο Γυμνάσιο και το Ανώτερο Παρθεναγωγείο (1855), δημοσιεύτηκαν βασικοί νόμοι και επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν προβλήματα της γεωργίας, της οικονομίας και της κοινωνίας. Περίπου στα μέσα της δεκαετίας του 1850 ενισχύθηκε η εσωτερική ασφάλεια με την αυστηρή εφαρμογή των νόμων και την πάταξη της ληστοπειρατείας.

Η μεγαλύτερη ανάπτυξη της ηγεμονίας της Σάμου σημειώθηκε κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη της αγροτικής παραγωγής, του εμπορίου και της βιομηχανίας. 

Διαφήμιση καπνοβιομηχανίας στη Σάμο την εποχή της ηγεμονίας

Μαζί με την αμπελουργία, που αποτελούσε την κύρια οικονομική δραστηριότητα των κατοίκων, αναπτύχθηκαν η καπνοκαλλιέργεια, η καπνοβιομηχανία και η βυρσοδεψία, σημαντικοί κλάδοι της τοπικής οικονομίας, που υπερέβησαν τα όρια της ηγεμονίας και άκμασαν μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.


Παλαιό βυρσοδεψείο στο Καρλόβασι, κωμόπολη στην οποία άνθησε η βυρσοδεψία από τα τέλη του 19ου αιώνα

Παράλληλα, στα τέλη του αιώνα ήταν εμφανής και η πνευματική ανάπτυξη της Σάμου με την παρουσία λογίων και λογοτεχνών, την έκδοση βιβλίων και την κυκλοφορία εφημερίδων, όπως οι Σάμος, Ευνομία, Φως, Πατρίς, Νέα Ζωή, Πρόοδος.

Στις αρχές του 20ού αιώνα, αν και αρκετοί τοπικοί παράγοντες πίστευαν ότι το ηγεμονικό καθεστώς θα είχε μεγάλη διάρκεια, παρατηρήθηκε στους Σαμιώτες έντονος εθνικός προσανατολισμός, που ενισχύθηκε αφενός μεν από την ανάπτυξη των βαλκανικών εθνικισμών και τη διαφαινόμενη τάση αλλαγής των συνόρων στην ευρύτερη περιοχή και αφετέρου από την ενεργό συμμετοχή στα πολιτικά δρώμενα του Θεμιστοκλή Σοφούλη ως πολιτικού ηγέτη. Επιπλέον, ενισχύθηκε από την προσπάθεια διείσδυσης ελληνικών κεφαλαίων στην Ανατολή μέσω της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος και από την εθνική δράση του ιεροδιδασκαλείου του Συλλόγου Μικρασιατών «Η Ανατολή», που είχε εγκατασταθεί στη Σάμο από το 1906.

Ανδρέας Κοπάσης, ο προτελευταίος ηγεμόνας της Σάμου. Δολοφονήθηκε στην εξέγερση του 1908.

Ο προτελευταίος ηγεμόνας Ανδρέας Κοπάσης, εναντίον του οποίου είχε εκδηλωθεί ένοπλη εξέγερση το 1908, δολοφονήθηκε από τον απεσταλμένο του μακεδονικού κομιτάτου Σταύρο Μπαρέτη το Μάρτιο του 1912, ενώ το Σεπτέμβριο του ιδίου έτους σημειώθηκε επαναστατικό κίνημα με επικεφαλής το Σοφούλη.


Ο Θεμιστοκλής Σοφούλης φθάνει στο λιμάνι της Σάμου το Σεπτέμβριο του 1912.

Η εθνοσυνέλευση των Σαμίων, που συγκλήθηκε αμέσως μετά, κήρυξε την ένωση της Σάμου στις 11 Νοεμβρίου 1912. Με την εικονική κατάληψη του νησιού από μοίρα του ελληνικού στόλου, το Μάρτιο του 1913, τερματίστηκε οριστικά το καθεστώς της ηγεμονίας. Μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, η Σάμος διοικήθηκε από προσωρινή κυβέρνηση έως το 1914 με πρόεδρο το Θεμιστοκλή Σοφούλη.

Οι Σάμιοι πανηγυρίζουν την ανακήρυξη της ένωσης με την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1912.
Η ΣΑΜΟΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ

Η ένωση με την Ελλάδα ικανοποίησε άμεσα τους εθνικούς πόθους των Σαμίων, παράλληλα όμως η ένταξη στο εθνικό κέντρο απομάκρυνε τη Σάμο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά από τη Μικρά Ασία, με την οποία είχε στενούς δεσμούς επί πολλούς αιώνες.

Μετά την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, η Σάμος μεταβλήθηκε σε παραμεθόριο επαρχία του ελληνικού κράτους με προσανατολισμό την Αθήνα ως εθνικό κέντρο και όχι πια τα κέντρα της Ανατολής, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια. Στη διάρκεια του εθνικού διχασμού (1917) ακολούθησε τις επιλογές του Ελευθερίου Βενιζέλου, ενώ μετά το μικρασιατικό πόλεμο και την καταστροφή υποδέχθηκε μεγάλο αριθμό Μικρασιατών προσφύγων, αρκετοί από τους οποίους παρέμειναν οριστικά σε χωριά και πόλεις του νησιού, όπου εγκαταστάθηκαν σε συνοικίες «προσφυγικών» και ενίσχυσαν με εργατικό δυναμικό την τοπική βιομηχανία.

Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το νησί κατακτήθηκε από ιταλικές δυνάμεις κατοχής (μεραρχία Cuneo), το Μάιο του 1941. Από το 1942 αναπτύχθηκε ισχυρό κίνημα εθνικής αντίστασης με κύριο κορμό το ΕΑΜ που αντιστάθηκε σθεναρά στις δυνάμεις κατοχής, οι οποίες προέβησαν σε εκτεταμένες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις τον Ιούλιο-Αύγουστο 1943. Η Σάμος απελευθερώθηκε προσωρινά το Σεπτέμβριο του 1943 με τη συνθηκολόγηση του Μπαντόλιο και διοικήθηκε από προσωρινή κυβερνητική επιτροπή με πρόεδρο το μητροπολίτη Ειρηναίο, για να υποταχθεί εκ νέου στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής ύστερα από σφοδρό βομβαρδισμό στις 17 Νοεμβρίου 1943, που είχε ως συνέπεια την καταστροφή της πρωτεύουσας του νησιού και την αναχώρηση για τη Μέση Ανατολή του 1/3 περίπου του συνολικού πληθυσμού του.


Αεροφωτογραφία βομβαρδισμού Γερμανικού πλοίου από Αγγλικά πολεμικά αεροπλάνα στο λιμάνι του Βαθέως το 1944.

Με την οριστική απελευθέρωση και την επάνοδο των προσφύγων από τη Μέση Ανατολή δημιουργούνται και στη Σάμο οι συνθήκες εκείνες που προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος υπήρξε ιδιαίτερα αιματηρός και καταστροφικός για το νησί. Ο εμφύλιος στη Σάμο διήρκεσε από το 1947 έως το 1949 και έληξε με την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Σάμου, τη σύλληψη, εξορία και σε πολλές περιπτώσεις εκτέλεση των αγωνιστών του.

Ύστερα από την ταραγμένη δεκαετία του 1940 το νησί ακολουθεί την εξέλιξη των νησιωτικών επαρχιών της ελληνικής επικράτειας. Η αργή ανοικοδόμηση της επαρχίας και οι μετεμφυλιακές πολιτικοκοινωνικές συνθήκες εμπόδισαν την ανάπτυξη του νησιού. Στη δεκαετία του 1950 παρατηρείται μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα από τη Σάμο προς τα μεγάλα αστικά κέντρα του εσωτερικού, αλλά κυρίως προς χώρες του εξωτερικού, Αυστραλία, Νότιο Αμερική, Καναδά, Αφρική, Νέα Ζηλανδία, αλλά και προς τις ευρωπαϊκές χώρες, Βέλγιο, Γερμανία, Σουηδία.

Σάμιοι μετανάστες στην Αμερική, αρχές του 20ου αι.

Η μετανάστευση από τη Σάμο συνεχίζει μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ενώ προς το τέλος της δεκαετίας αρχίζει ένα αντίστροφο ρεύμα. Αρκετοί Σαμιώτες από αστικά κέντρα ή από το εξωτερικό επανεγκαθίστανται στο νησί, το οποίο έχει ήδη γίνει πόλος έλξης πολυάριθμων τουριστών. Επιπλέον, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Σάμος γίνεται πόλος έλξης οικονομικών μεταναστών, κυρίως από την Αλβανία.

Ο εξηλεκτρισμός που ολοκληρώθηκε στη δεκαετία του 1960, η λειτουργία του αεροδρομίου από το 1963 καθώς και μια υποτυπώδης υποδομή έδωσαν τη δυνατότητα της τουριστικής ανάπτυξης περίπου στις αρχές αυτής της δεκαετίας.

Η τουριστική εκμετάλλευση του νησιού οδήγησε σε μια άναρχη οικοδομική έκρηξη τουριστικών εγκαταστάσεων από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία μετέβαλε τον προσανατολισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της Σάμου. Σήμερα το νησί διαθέτει ένα πλούσιο σύνολο τουριστικών εγκαταστάσεων και παρεχόμενων υπηρεσιών.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο τουρισμός αποτελεί μία από τις κυριότερες οικονομικές δραστηριότητες στη Σάμο.

Μεγάλη επίδραση έχουν ασκήσει την τελευταία εικοσιπενταετία στην πολιτιστική και πνευματική ανάπτυξη του νησιού οι σύλλογοι που ιδρύθηκαν στη δεκαετία του 1980, οι ερασιτεχνικές ομάδες, τα ιδρύματα «Ν. Δημητρίου» και «Ζημάλειο» αλλά και η Μαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου Αιγαίου που λειτουργεί από τα τέλη αυτής της δεκαετίας στο Καρλόβασι. Σήμερα το νησί διατηρεί τις φυσικές ομορφιές του. Οι σοβαρές πληγές των καταστροφικών πυρκαγιών της τελευταίας εικοσαετίας αποκαθίστανται ευτυχώς σχετικά γρήγορα, κυρίως με φυσική αναδάσωση. Εκτός από τα μνημεία του νησιού, τους αρχαιολογικούς χώρους και τα μουσεία, τα μοναστήρια και τα βιομηχανικά κτήρια, πολιτισμικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χωριά του νησιού, ιδιαίτερα τα ορεινά. Τα τελευταία έχουν διατηρήσει την παλιά οικιστική τους οργάνωση με την πλατεία περίπου στο μέσον, την εκκλησία και το σχολείο στο κέντρο ή στην άκρη του οικισμού, τους κήπους στις παρυφές των οικισμών και πιο απομακρυσμένα, ανάλογα με τη μορφολογία του εδάφους, τους αμπελώνες ελαιώνες και τα δάση.


Πηγή: Λάνδρος Χρίστος, Καμάρα Αφροδίτη, Ντόουσον Μαρία - Δήμητρα, Σπυροπούλου Βάσω, «Σάμος», 2005, Πολιτιστική Πύλη του Αρχιπελάγους του Αιγαίου