«Εχω ένα πουκάμισο απ’ τα φώτα των νερών,
έχω ένα χρυσό σακάκι απ’ το λιόγερμα της Σάμος,
έχω μια δόξα απ’ τα πρώτα σου χαμόγελα…»
έχω μια δόξα απ’ τα πρώτα σου χαμόγελα…»
Η κόρη του ποιητή της Ρωμιοσύνης ανοίγει το σπίτι της στην "Espresso" και θυμάται τα δύσκολα χρόνια του κατ’ οίκον περιορισμού, τα ξέγνοιαστα καλοκαίρια που έζησε με τον πατέρα της και τους απογευματινούς περιπάτους με θέα το μαγευτικό ηλιοβασίλεμα της Σάμου.
Λένε πως οι εικόνες από τα αγνά καλοκαίρια των παιδικών χρόνων είναι τόσο αληθινές και δυνατές, που μένουν ανεξίτηλα χαραγμένες στο μυαλό και στην καρδιά. Οσο κυλάει ο χρόνος, φαινομενικά ασήμαντες και απλές καθημερινές στιγμές ξεθάβονται απροειδοποίητα από το αρχείο του νου και ζωντανεύουν ξανά, τυλίγοντάς μας με μια γλυκιά νοσταλγία για όλα όσα πέρασαν και για όλα εκείνα που θα κάναμε το παν για να ξαναζήσουμε.
Το άλμπουμ των αναμνήσεων της Ερης Ρίτσου, κόρης του μεγάλου μας ποιητή Γιάννη Ρίτσου, είναι γεμάτο από τέτοιες εικόνες. Ενα πολύχρωμο παζλ πλημμυρισμένο από χαμόγελα, ζωγραφισμένα βότσαλα από τις δαντελωτές ακτές της Σάμου και αθάνατους στίχους από ποιήματα που φέρουν την υπογραφή του Γιάννη Ρίτσου, του ποιητή της Ρωμιοσύνης, που έζησε σχεδόν τη μισή του ζωή στο Καρλόβασι της Σάμου.
Η σχέση του γεννημένου στη Μονεμβασιά ποιητή με το καταπράσινο Νησί του Πυθαγόρα «γεννήθηκε» στα μέσα της δεκαετίας του ’50, όταν γνώρισε και αγάπησε την παιδίατρο της πόλης του Καρλοβάσου, Γαρυφαλίτσα. Το 1955 το ζευγάρι ενώθηκε επίσημα με τα δεσμά του γάμου, ενώ ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν τη μοναχοκόρη τους Ερη, για την οποία άλλωστε έγραψε και το «Πρωινό άστρο».
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο Γιάννης Ρίτσος μεταφέρθηκε από το Παρθένι της Λέρου στο Καρλόβασι και υποχρεώθηκε σε αυστηρό κατ’ οίκον περιορισμό, ο οποίος άρθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Ωστόσο, ο μεγάλος ποιητής δεν σταμάτησε ποτέ να επισκέπτεται την αγαπημένη του Σάμο μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 11 Νοεμβρίου 1990.
Σήμερα στο σπίτι της οικογένειας, που βρίσκεται επί της οδού Γιάννη Ρίτσου, ζει η κόρη του Ερη, που μας υποδέχτηκε φιλόξενα και μας επέτρεψε να φωτογραφίσουμε το ιστορικό γραφείο του ποιητή, αλλά και κάποια από τα προσωπικά του αντικείμενα που δεσπόζουν σε κάθε γωνιά του κτίσματος, ενώ παράλληλα μοιράστηκε μαζί μας κάποιες από τις πιο έντονες αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων.
«Το τοπίο της
Σάμου, με την πλούσια βλάστηση, του
θύμιζε πολύ την ιδιαίτερη πατρίδα του,
στην οποία δεν μπορούσε να πηγαίνει
συχνά για πολλούς και διάφορους λόγους»
αναφέρει η ίδια και θυμάται: «Μία από
τις πιο όμορφες εικόνες των πρώτων
παιδικών μου χρόνων είναι όταν κατέφθανε
στο σπίτι μας κρατώντας τις βαλίτσες
του, μέσα στις οποίες είχε πάντα πολλά
δώρα για μένα. Ηταν κάτι που με γέμιζε
χαρά, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως
εκείνα τα χρόνια η Σάμος δεν είχε
καταστήματα όπως αυτά της Αθήνας. Οταν
ερχόταν για διακοπές, στο σπίτι μας
επικρατούσε πάντα ησυχία. Καθόταν με
τις ώρες στο γραφείο του, όπου διάβαζε
ή έγραφε μανιωδώς. Η ποίηση ήταν η ζωή
του και δεν την άφηνε για κανέναν λόγο.
Ο ίδιος, άλλωστε, έλεγε: “Οσο μπορώ και
γράφω έχω λόγο και υπάρχω. Αν για κάποιο
λόγο δεν μπορώ να γράψω, δεν υπάρχει
λόγος για να συνεχίσω να ζω”».
Μεγαλωμένη στο
αιγαιοπελαγίτικο νησί η Ερη αδυνατούσε
να καταλάβει το επάγγελμα του πατέρα
της και, όπως η ίδια μας εξομολογείται,
αισθανόταν άσχημα απέναντι στους
συνομήλικούς της, αφού πίστευε ότι το
να γράφει κάποιος ποιήματα δεν ήταν
πραγματική δουλειά, ούτε κάτι ιδιαίτερα
σπουδαίο.
«Εκείνα τα χρόνια δεν είχα ιδέα για το ποιος ήταν πραγματικά ο πατέρας μου. Ηξερα μόνο ότι έγραφε συνέχεια και μάλιστα πίστευα πως έγραφε άχρηστα πράγματα, για τα οποία δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον. Βλέπεις, στο Καρλόβασι όπου ζούσαμε κανείς δεν γνώριζε και δεν διάβαζε Ρίτσο. Ετσι, δεν θεωρούσα ότι έκανε κάτι σοβαρό και σπουδαίο. Αντίθετα, πίστευα πως ουσιαστικά δεν ασχολούνταν με τίποτα. Για τον λόγο αυτό, συστηνόμουν ως κόρη της Γαρυφαλίτσας της γιατρούδαινας. Στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού έλεγα σε όλους πως εργαζόταν ως δημοσιογράφος σε εφημερίδα της Αθήνας. Αργότερα, βέβαια, κατάλαβα τι ακριβώς έγραφε και συνειδητοποίησα πόσο σημαντικός ποιητής ήταν. Οταν μεγάλωσα και απέκτησα τα δικά μου ενδιαφέροντα, καθόμασταν και συζητούσαμε με τις ώρες. Στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, μου άρεσε να μοιράζομαι τις ανησυχίες μου μαζί του. Ηταν ένας απίστευτα ενημερωμένος άνθρωπος τόσο για τη λογοτεχνία και την ποίηση όσο και για φιλοσοφικά, ψυχολογικά και κοινωνιολογικά θέματα. Μαζί του μπορούσα να μιλήσω για τα πάντα».
Μπαίνουμε στον προσωπικό χώρο του Γιάννη Ρίτσου, αφήνουμε το βλέμμα μας να περιπλανηθεί σε κάθε γωνιά και σύντομα διαπιστώνουμε τη μεγάλη αγάπη του για τη ζωγραφική. Πολύχρωμα βότσαλα στολίζουν το γραφείο πάνω στο οποίο εμπνεύστηκε πολλά από τα ποιήματά του, πίνακες καλύπτουν τους τοίχους και αποκαλύπτουν το μεγαλείο της ψυχής του.
«Ο πατέρας μου ζωγράφιζε από μικρό παιδί» μας λέει η Ερη και συμπληρώνει: «Η μητέρα του είχε έναν αδερφό που έμενε στο Λονδίνο, με τον οποίο αλληλογραφούσε συχνά. Σε κάποιο από τα γράμματα ο πατέρας μου έβαλε ένα μικρό σημείωμα και ζήτησε από τον θείο του να του στείλει μπογιές. Ετσι απέκτησε το πρώτο του κουτάκι με νερομπογιές. Ο ίδιος μου είχε πει πως στο σχολείο τον τιμωρούσαν επειδή ζωγράφιζε τα τετράδιά του. Η ιστορία με τη ζωγραφική στα βότσαλα ξεκίνησε στη Γυάρο, όπου ήταν μαζί με τη Βάσω Κατράκη. Για πρακτικούς λόγους και επειδή δεν είχαν καμβά για να ζωγραφίσουν, φιλοτεχνούσαν πάνω σε πέτρες. Εψαχνε να βρει πέτρες με γλυπτική επιφάνεια, στις οποίες έφτιαχνε αυτό που του υπαγόρευε η πέτρα. Στις πέτρες ζωγράφιζε πρόσωπα και σώματα. Τις δεκαετίες του ’50 και ’60 ερχόταν στη Σάμο και ζωγράφιζε τοπία με ακουαρέλες. Αργότερα άρχισε να χρησιμοποιεί τη σινική μελάνη και έφτιαχνε πιο αφηρημένα σχέδια, ενώ κάποια στιγμή σχεδίαζε πάνω σε γυαλί».
Τα καλοκαίρια του Γιάννη Ρίτσου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα με τη Σάμο. Οι απογευματινοί περίπατοι στον παραλιακό δρόμο του Καρλοβάσου, οι πεζοπορίες δίπλα από το ποταμάκι και τα τρεχούμενα νερά στα Πλατανάκια, αλλά και οι ατελείωτες ώρες κολύμβησης στην παραλία Ποτάμι τον γέμιζαν ενέργεια, τον ηρεμούσαν και αποτελούσαν ανεξάντλητη πηγή έμπνευσης.
«Κάποια καλοκαίρια φεύγαμε από το σπίτι στο Καρλόβασι και πηγαίναμε στα Πλατανάκια, μια πραγματικά ονειρεμένη τοποθεσία της Σάμου, με τρεχούμενα νερά, θηριώδη πλατάνια και οργιώδη βλάστηση» μας λέει η κόρη του μεγάλου ποιητή και θυμάται:
«Εκεί είχε όση ησυχία χρειαζόταν για να γράψει και να ξεκουραστεί. Εχω πολλές αναμνήσεις από εκείνο το μέρος. Πηγαίναμε για μπάνιο στη θάλασσα, κάναμε βόλτες δίπλα στο ποταμάκι και μέσα στα δέντρα. Καθόμασταν δίπλα στα τρεχούμενα νερά, εγώ έψαχνα να βρω βατραχάκια και καβουράκια κι εκείνος έγραφε. Αργότερα ήρθαν οι μεγάλες απογευματινές βόλτες στον παραλιακό του Καρλοβάσου. Το ηλιοβασίλεμα, με τον ήλιο να σβήνει μέσα στη θάλασσα, του άρεσε πάρα πολύ. Καθόταν δίπλα στη θάλασσα και αγνάντευε το πέλαγος με τις ώρες. Η θάλασσα δεν ήταν μόνο πηγή έμπνευσης, αλλά ο χώρος και τόπος του. Ηταν απαραίτητο συστατικό για την ύπαρξή του. Μία από τις αγαπημένες του τοποθεσίες ήταν και η παραλία Ποτάμι. Εκεί είχε ένα συγκεκριμένο βράχο πάνω στον οποίο ακουμπούσε πάντα τα πράγματά του. Στην παραλία δεν ξάπλωνε ποτέ. Ηταν πάντα όρθιος, έκανε βόλτες και σημείωνε συνεχώς στο μπλοκάκι του. Ο ίδιος συμβούλευε όλους όσοι γράφουν να έχουν πάντα μαζί τους ένα μπλοκάκι κι ένα μολύβι».
Οταν ζητάμε από την Ερη να μας εξομολογηθεί μια στιγμή και μια εικόνα που δεν πρόκειται να ξεχάσει ποτέ, σκέφτεται λίγο και έπειτα μας μεταφέρει νοερά σε ένα σαμιώτικο καλοκαιρινό γλέντι, γεμάτο γλυκό κρασί από μοσχάτο και αιγαιοπελαγίτικους ήχους πάνω από τα κύματα.
«Αυτό που θυμάμαι πάντα είναι μια νύχτα στο λιμάνι, σε έναν χορό για τον Ναυτικό Ομιλο Καρλοβάσου. Ο πατέρας μου χόρευε φορώντας ένα λευκό σακάκι. Ηταν πολύ καλός χορευτής και το στιλ του ήταν αρχοντικό και εξαιρετικά προσεγμένο. Τότε ένας τύπος που καθόταν δίπλα μου είπε: “Ποιος είναι αυτός που χορεύει σαν πρίγκιπας;”. Μου είχε κάνει τεράστια εντύπωση που ένας ξένος αποκαλούσε τον πατέρα μου πρίγκιπα. Και πράγματι, έμοιαζε με πρίγκιπα!»
«Να με θυμάστε τουλάχιστον για τη λεπτομέρεια που σας έδειξα»
Η ποιητική διαδρομή του Γιάννη Ρίτσου ολοκληρώθηκε στη Σάμο στις 3 Σεπτεμβρίου 1989, περίπου δύο μήνες πριν «σιγήσει» για πάντα η πένα του. Διαισθανόμενος το τέλος να πλησιάζει, ο ποιητής της Ρωμιοσύνης είχε γράψει το ποίημα «Το τελευταίο καλοκαίρι», που εκδόθηκε σε έναν τόμο με τον τίτλο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», το 1990, με τη συμπλήρωση ενός έτους από τον θάνατό του.
«Την αγαπούσε πολύ τη Σάμο ο πατέρας μου» δηλώνει η κόρη του μεγάλου ποιητή Ερη Ρίτσου και συμπληρώνει: «Ηταν ο ποιητής των απλών και μικρών πραγμάτων, τα οποία μέσα στον λόγο του έπαιρναν τεράστιες διαστάσεις. Η ματιά του ήταν έντονα εικαστική και εστίαζε όχι μόνο στα χρώματα, αλλά και σε απλά και μικρά πράγματα, που όμως είναι ένας ολόκληρος κόσμος. “Να με θυμάστε, αν όχι για τίποτα άλλο, τουλάχιστον για τη λεπτομέρεια που σας έδειξα” είχε πει κάποια στιγμή. Το τελευταίο του καλοκαίρι το πέρασε στο Καρλόβασι. Εδώ έγραψε και τα τελευταία του ποιήματα. Ουσιαστικά ήταν ο δικός του αποχαιρετισμός, αφού ένιωθε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν».
Το τελευταίο καλοκαίρι
«Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις τις τρεις βαλίτσες -τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα- και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ, τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω τούς στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο, αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσά τους διαφαίνεται η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του, με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα, με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ’ τα μπαλκονάκια και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ’ναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.IX.89»
Πηγή: Άρθρο Ανδρέα Αφιώτη στην Espresso News