Αυτή τη φορά "στόχοι" του drone του, του μη επανδρωμένου μικρού ελικοπτέρου πάνω στο οποίο προσαρμόζει την κάμερά του για να τραβήξει πανοραμικές φωτογραφίες, ήταν ο Όρμος Καρλοβάσου, το Μεσαίο Καρλόβασι, ο Όρμος Μαραθοκάμπου, οι παραλίες "Καλαδάκια" και "Βάρσαμο"και το ακρωτήρι του Αγίου Ισιδώρου στη νοτιοδυτική Σάμο.
Δείτε τις φωτογραφίες του!
Όρμος Καρλοβάσου
Η περιοχή του Όρμου Καρλοβάσου. Δεξιά τα προσφυγικά που δημιουργήθηκαν μετά το 1922 και αριστερά ο δρόμος των αρχοντικών. |
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο Καρλοβάσου |
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο Καρλοβάσου |
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο Καρλοβάσου |
Ο ναός του Αγίου Νικολάου στον Όρμο Καρλοβάσου |
Μεσαίο Καρλόβασι:
Η Παναγία στο Μεσαίο Καρλόβασι |
Η Παναγία στο Μεσαίο Καρλόβασι |
Όρμος Μαραθοκάμπου:
Το γραφικό και πλέον πολύ ασφαλές λιμάνι στον Όρμο Μαραθοκάμπου στη νοτιοδυτική Σάμο |
Παραλία "Βάρσαμο" στη νοτιοδυτική Σάμο:
Το πρώτο μπάνιο την Κυριακή στο...παγωμένο Βάρσαμο |
Το μονόπετρο στη περιοχή Βάρσαμο |
Το ακρωτήρι του Αγίου Ισιδώρου στη νοτιοδυτική Σάμο:
Η δουλειά στον ταρσανά ήταν σκληρή και βαριά. Μόχθος και πόνος το χειροπρίονο, η σκεπαρνιά, το ροκάνι, το σκυφτό πελέκημα πάνω από τον μούρσο. Ο ταρσανάς ήταν η καραβάνα που έθρεψε τον κοσμάκη ως τη δεκαετία του 1960. Το καταφύγιο ενός εργατικού λαού, που συνέθετε μια αλυσίδα επαγγελμάτων με βασικές αλληλεξαρτήσεις. Υλοτόμοι, μουλαράδες, μπαλτατζήδες, καραβομαραγκοί, καραβοκύρηδες, καπεταναίοι, ψαράδες, καϊκτσήδες, καλφάδες, έμποροι. Αιώνες αυτός ο σύνδεσμος επαγγελμάτων χάριζε μια ζωτική κινητικότητα στο νησί, διαμορφώνοντας την ιδιαίτερη τοπική ιστορία και οικονομία. Τα σκάφη που τελείωναν στον ταρσανά επανδρώνονταν συνήθως από τους ίδιους τους καραβομαραγκούς, που ήταν συγχρόνως μαστόροι και ναυτικοί.
Τα περισσότερα σκαριά που ναυπηγήθηκαν στους ταρσανάδες της Σάμου ήταν τρεχαντήρια, περάματα, καραβόσκαρα, βαρκαλάδες και ανεμότρατες. Απ την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο, η κυριαρχία των μεγάλων ξύλινων σκαφών ξεπέφτει. Ένα ένα τα μεγάλα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά εξαφανίζονται. Οι ταρσανάδες ως τη δεκαετία του 1960 επιβιώνουν με παραγγελίες ψαράδικων, τρεχαντηριών, τρατών, με μπότηδες και βάρκες. Η δόξα του ταρσανά κρατάει λίγο ακόμα. Μικρά κομψά καΐκια πέφτουν στη θάλασσα ως τη δεκαετία του 1970. Η καθέλκυση του τελειωμένου σκαριού είναι η πραγματική δόξα και γιορτή του ταρσανά. Τα "γκτήματα", από το σκουντώ, σήμαιναν εκτός από το βάφτισμα της καθέλκυσης, πράξη και τελετή εξαγνισμού και μισεμού, με τις ψαλμωδίες, τις ευχές του αγιασμού, τα μουσικά όργανα, το γλέντι του ναυτόκοσμου. Το τελειωμένο σκάφος πάνω στα βάζια, με τα στρωμένα φαλάγγια στο πέρασμά του, τα σόκορα δεμένα πάνω του κι όλα στη θέση τους σφήνες, τάκοι, καραμάνια και χέρια, πολλά χέρια. Κύριο πρόσταγμα το "λάσκα" και "βίρα". "Νέτα" και "αγάντα". "Ίσα" και "κάργα". "Δώσε ντάνο", "μάινα" και "βάρδα". Και η τελευταία προσταγή, "φόρα βόλτα".
Σήμερα οι ταρσανάδες της Σάμου είναι πια παρελθόν. Απομένει ένας και μοναδικός στον κολπίσκο του Αγίου Ισιδώρου, ο τελευταίος στο Αιγαίο, που πασχίζει να επιβιώσει φτιάχνοντας ψαράδικα τρεχαντήρια. Η εποχή μας διαλύει αυτό που η ιστορία είχε αδιάσπαστα ενώσει. Ανθρώπους, επαγγέλματα, νησιώτικο πολιτισμό, σύστημα συμβόλων και αξιών. Τα καΐκια επιδοτούνται όχι για να ταξιδέψουν, αλλά για ν αποσυρθούν και να πριονιστούν σε δημόσια θέα. Το ένα μετά το άλλο τα σκαριά θυσιάζονται στη σφαγή του εκσυγχρονισμού. Η ναυπηγική τέχνη ψυχορραγεί. Τα τελευταία ξύλινα σκαριά, έτοιμα για καθέλκυση, περιμένουν μάταια αγοραστή στην ακρογιαλιά του Αγίου Ισίδωρου, που επιμένει ν αναβιώνει την πατροπαράδοτη τέχνη μέσα από την τραγική προσπάθεια μιας χωρίς ελπίδα επιβίωσης. Η προαιώνια ναυπηγική τέχνη των ξύλινων σκαριών τελειώνει στις μέρες μας, που οι λέξεις για αξίες και πολιτισμό ηχούν τόσο ερημικές πάνω από τις άδειες θάλασσες του Αιγαίου, που αναριγούν καλώντας μέσα τους τα σπαράγματα των πριονισμένων σκαριών τους".
Ο ταρσανάς στο ακρωτήρι του Αγίου Ισιδώρου στη νοτιοδυτική Σάμο |
Φωτογραφίες: Νίκος Χατζηιακώβου
Απολαύστε τα προηγούμενα εναέρια φωτογραφικά οδοιπορικά του Νίκου Χατζηιακώβου στην παραλία "Ποτάμι", σε Βουρλιώτες και Μανωλάτες, σε Μεγάλο και Μικρό Σεϊτάνι, σε Πυθαγόρειο - Παλαιό Καρλόβασι, σε Τσάμπου - Αυλάκια - παλαιό Λεπροκομείο Καρλοβάσου και σε Κοκκάρι - Τσαμαδού - Λεμονάκια!
Διαβάστε ένα όμορφο κείμενο της Έλσας Χίου για τους ταρσανάδες της Σάμου:
"Η ναυπηγική τέχνη, τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος, άκμασε στη Σάμο από τα αρχαία χρόνια, για να μας παραδοθεί ξαναγεννημένη σαν αναγκαιότητα τον 18ο αιώνα. Οι νησιώτες, αρνούμενοι για αιώνες τη θάλασσα από το φόβο των πειρατών και το δέος του αγνώστου, ξαναεπιστρέφουν και αφήνονται στην κουβαλήτρα περιπέτειά της. Κάποιος Αλέξιος Ράπτης, σύμφωνα με τον ιστορικό Σταματιάδη, ναυπήγησε πρώτος, γύρω στα 1720, ένα μαρτίγο στον Μαραθόκαμπο Σάμου, φέρνοντας μαστόρους από την Πάτμο. Οι περιοχές που οργανώθηκαν οι ταρσανάδες είναι μικρολίμανα θαλασσινών οικισμών ή προσήνεμοι κόρφοι κοντά σε δασωμένες περιοχές, για την ευκολία της ξύλευσης. Είναι ορατά ακόμα τα ίχνη από τους λεγόμενους "σύρτες", στα δάση. Ίχνη από γδαρμένα μονοπάτια παράλληλα με τις διευθύνσεις των χειμάρρων ή διασχίζοντα απότομες κατηφοριές προς τη θάλασσα. Οι σύρτες ήταν οι δρόμοι των βουνών. Των πευκίτικων κορμών, που εργάτες έμπειροι στην τέχνη του μπαλτά "ξεγύριζαν" τους φρεσκοκομμένους κορμούς, τετραγωνίζοντας το κοίλο σχήμα τους.
Τα πεύκα της Σάμου με τις χοντρές διακλαδώσεις παρείχαν έτοιμα τα στραβόξυλα για τις πόστες κι ένα ξύλο άσηπο, ποτισμένο με ρετσίνι, ανθεκτικό και υπάκουο. Το ρετσίνι ανέβαζε την κατασκευαστική ποιότητα της τραχείας πεύκης της Σάμου, που ήταν περιζήτητη και τροφοδοτούσε όλα σχεδόν τα ναυπηγεία της Ελλάδας.
Ο ταρσανάς ήταν ένας χώρος με τους δικούς του κώδικες, τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας με τους καημούς του, τους πόνους του, το μεγαλείο του, τους εξευτελισμούς του, τις φοβέρες και τις χαρές του. Στον ταρσανά διδασκόταν η υπευθυνότητα του τεχνίτη. Κι αυτοί οι καραβοτεχνίτες υπήρξαν από τους πιο υπεύθυνους ανθρώπους που γεννιούνται στη γη. Σήκωναν την ευθύνη της ζωής και του θανάτου, τη δοκιμασία της θάλασσας που περίμενε να κρίνει την αντοχή των σκαριών τους, περνώντας τα από σαράντα κύματα. Και τότε βοηθός είναι ο Θεός, μαζί με τα ξόρκια του κακού. Οι ναυπηγοί ήταν προληπτικοί. Όταν σκάρωναν την καρίνα και τα ποδοστάματα, έπρεπε να καρφωθεί
ένας πάσσαλος κόντρα στο πλωριό ποδόσταμο, για να συγκρατεί τον σκελετό. Αυτός που κάρφωνε τον πάσσαλο έπρεπε να έχει τον ήλιο καταπρόσωπο, να μην του ρίχνει τη σκιά του. Θεωρούνταν μεγάλη κακοσημαδιά να καρφώσει τον ίσκιο του στο σκαρωμένο σκάφος. Ποτέ δεν πήγε καλά το καΐκι μ έναν καρφωμένο ίσκιο ανθρώπου κατάπλωρα. Όταν βούλιαζαν περισσότερα από δύο καΐκια του ίδιου πρωτομάστορα λέγανε πως είχε φαρμακωμένο σκεπάρνι, γι αυτό στο επόμενο σκαρί του, την πρώτη σκεπαρνιά την έριχνε άλλος, γουρλής πρωτομάστορας. Οι μαστόροι βλαστημούσανε άγρια την ώρα της αναποδιάς. Τη μόνη βλαστήμια που δεν ξεστόμιζαν ποτέ ήταν το "άντε πνίξου". Αυτή η κατάρα δεν ξεστομίζεται ποτέ στα θαλασσοχώρια.
Διαβάστε ένα όμορφο κείμενο της Έλσας Χίου για τους ταρσανάδες της Σάμου:
"Η ναυπηγική τέχνη, τόσο παλιά όσο κι ο κόσμος, άκμασε στη Σάμο από τα αρχαία χρόνια, για να μας παραδοθεί ξαναγεννημένη σαν αναγκαιότητα τον 18ο αιώνα. Οι νησιώτες, αρνούμενοι για αιώνες τη θάλασσα από το φόβο των πειρατών και το δέος του αγνώστου, ξαναεπιστρέφουν και αφήνονται στην κουβαλήτρα περιπέτειά της. Κάποιος Αλέξιος Ράπτης, σύμφωνα με τον ιστορικό Σταματιάδη, ναυπήγησε πρώτος, γύρω στα 1720, ένα μαρτίγο στον Μαραθόκαμπο Σάμου, φέρνοντας μαστόρους από την Πάτμο. Οι περιοχές που οργανώθηκαν οι ταρσανάδες είναι μικρολίμανα θαλασσινών οικισμών ή προσήνεμοι κόρφοι κοντά σε δασωμένες περιοχές, για την ευκολία της ξύλευσης. Είναι ορατά ακόμα τα ίχνη από τους λεγόμενους "σύρτες", στα δάση. Ίχνη από γδαρμένα μονοπάτια παράλληλα με τις διευθύνσεις των χειμάρρων ή διασχίζοντα απότομες κατηφοριές προς τη θάλασσα. Οι σύρτες ήταν οι δρόμοι των βουνών. Των πευκίτικων κορμών, που εργάτες έμπειροι στην τέχνη του μπαλτά "ξεγύριζαν" τους φρεσκοκομμένους κορμούς, τετραγωνίζοντας το κοίλο σχήμα τους.
Τα πεύκα της Σάμου με τις χοντρές διακλαδώσεις παρείχαν έτοιμα τα στραβόξυλα για τις πόστες κι ένα ξύλο άσηπο, ποτισμένο με ρετσίνι, ανθεκτικό και υπάκουο. Το ρετσίνι ανέβαζε την κατασκευαστική ποιότητα της τραχείας πεύκης της Σάμου, που ήταν περιζήτητη και τροφοδοτούσε όλα σχεδόν τα ναυπηγεία της Ελλάδας.
Ο ταρσανάς ήταν ένας χώρος με τους δικούς του κώδικες, τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας με τους καημούς του, τους πόνους του, το μεγαλείο του, τους εξευτελισμούς του, τις φοβέρες και τις χαρές του. Στον ταρσανά διδασκόταν η υπευθυνότητα του τεχνίτη. Κι αυτοί οι καραβοτεχνίτες υπήρξαν από τους πιο υπεύθυνους ανθρώπους που γεννιούνται στη γη. Σήκωναν την ευθύνη της ζωής και του θανάτου, τη δοκιμασία της θάλασσας που περίμενε να κρίνει την αντοχή των σκαριών τους, περνώντας τα από σαράντα κύματα. Και τότε βοηθός είναι ο Θεός, μαζί με τα ξόρκια του κακού. Οι ναυπηγοί ήταν προληπτικοί. Όταν σκάρωναν την καρίνα και τα ποδοστάματα, έπρεπε να καρφωθεί
ένας πάσσαλος κόντρα στο πλωριό ποδόσταμο, για να συγκρατεί τον σκελετό. Αυτός που κάρφωνε τον πάσσαλο έπρεπε να έχει τον ήλιο καταπρόσωπο, να μην του ρίχνει τη σκιά του. Θεωρούνταν μεγάλη κακοσημαδιά να καρφώσει τον ίσκιο του στο σκαρωμένο σκάφος. Ποτέ δεν πήγε καλά το καΐκι μ έναν καρφωμένο ίσκιο ανθρώπου κατάπλωρα. Όταν βούλιαζαν περισσότερα από δύο καΐκια του ίδιου πρωτομάστορα λέγανε πως είχε φαρμακωμένο σκεπάρνι, γι αυτό στο επόμενο σκαρί του, την πρώτη σκεπαρνιά την έριχνε άλλος, γουρλής πρωτομάστορας. Οι μαστόροι βλαστημούσανε άγρια την ώρα της αναποδιάς. Τη μόνη βλαστήμια που δεν ξεστόμιζαν ποτέ ήταν το "άντε πνίξου". Αυτή η κατάρα δεν ξεστομίζεται ποτέ στα θαλασσοχώρια.
Στον ταρσανά
Η δουλειά στον ταρσανά ήταν σκληρή και βαριά. Μόχθος και πόνος το χειροπρίονο, η σκεπαρνιά, το ροκάνι, το σκυφτό πελέκημα πάνω από τον μούρσο. Ο ταρσανάς ήταν η καραβάνα που έθρεψε τον κοσμάκη ως τη δεκαετία του 1960. Το καταφύγιο ενός εργατικού λαού, που συνέθετε μια αλυσίδα επαγγελμάτων με βασικές αλληλεξαρτήσεις. Υλοτόμοι, μουλαράδες, μπαλτατζήδες, καραβομαραγκοί, καραβοκύρηδες, καπεταναίοι, ψαράδες, καϊκτσήδες, καλφάδες, έμποροι. Αιώνες αυτός ο σύνδεσμος επαγγελμάτων χάριζε μια ζωτική κινητικότητα στο νησί, διαμορφώνοντας την ιδιαίτερη τοπική ιστορία και οικονομία. Τα σκάφη που τελείωναν στον ταρσανά επανδρώνονταν συνήθως από τους ίδιους τους καραβομαραγκούς, που ήταν συγχρόνως μαστόροι και ναυτικοί.
Τα περισσότερα σκαριά που ναυπηγήθηκαν στους ταρσανάδες της Σάμου ήταν τρεχαντήρια, περάματα, καραβόσκαρα, βαρκαλάδες και ανεμότρατες. Απ την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο, η κυριαρχία των μεγάλων ξύλινων σκαφών ξεπέφτει. Ένα ένα τα μεγάλα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά εξαφανίζονται. Οι ταρσανάδες ως τη δεκαετία του 1960 επιβιώνουν με παραγγελίες ψαράδικων, τρεχαντηριών, τρατών, με μπότηδες και βάρκες. Η δόξα του ταρσανά κρατάει λίγο ακόμα. Μικρά κομψά καΐκια πέφτουν στη θάλασσα ως τη δεκαετία του 1970. Η καθέλκυση του τελειωμένου σκαριού είναι η πραγματική δόξα και γιορτή του ταρσανά. Τα "γκτήματα", από το σκουντώ, σήμαιναν εκτός από το βάφτισμα της καθέλκυσης, πράξη και τελετή εξαγνισμού και μισεμού, με τις ψαλμωδίες, τις ευχές του αγιασμού, τα μουσικά όργανα, το γλέντι του ναυτόκοσμου. Το τελειωμένο σκάφος πάνω στα βάζια, με τα στρωμένα φαλάγγια στο πέρασμά του, τα σόκορα δεμένα πάνω του κι όλα στη θέση τους σφήνες, τάκοι, καραμάνια και χέρια, πολλά χέρια. Κύριο πρόσταγμα το "λάσκα" και "βίρα". "Νέτα" και "αγάντα". "Ίσα" και "κάργα". "Δώσε ντάνο", "μάινα" και "βάρδα". Και η τελευταία προσταγή, "φόρα βόλτα".
Το
σόκορο λύνεται. Το σκάφος χύνεται σαν χέλι στη θάλασσα. Λένε πως την
ώρα που γλιστράει κάνει ένα περίεργο τρίξιμο. Είναι το μήνυμα του
σκαριού στον πρωτομάστορά του. Τον κλάνει, λένε. Του λέει "δεν σ έχω
ανάγκη πια. Λευτερώθηκα από τα χέρια σου. Ανήκω στη θάλασσα. Βρήκα τον
προορισμό μου". Το καΐκι είναι πια ζωντανή ύπαρξη, με θέση ανάμεσα στα
θαλασσινά πλάσματα. Απόκτησε υπόσταση και ψυχή. Μ αυτόν τον τρόπο έπεσαν
αναρίθμητα σκαριά από τους ταρσανάδες της Σάμου, που το καθένα
μαρτυρούσε με την αρμονία των γραμμών του την ξεχωριστή προσωπικότητα
του μάστορά του. Είχε την αμίλητη φωνή που διαλαλούσε τη χάρη, το μεράκι
και την καλλιτεχνική ευαισθησία του ασπούδαχτου τεχνίτη που το έχτισε.
Η ναυπηγική τέχνη σήμερα
Σήμερα οι ταρσανάδες της Σάμου είναι πια παρελθόν. Απομένει ένας και μοναδικός στον κολπίσκο του Αγίου Ισιδώρου, ο τελευταίος στο Αιγαίο, που πασχίζει να επιβιώσει φτιάχνοντας ψαράδικα τρεχαντήρια. Η εποχή μας διαλύει αυτό που η ιστορία είχε αδιάσπαστα ενώσει. Ανθρώπους, επαγγέλματα, νησιώτικο πολιτισμό, σύστημα συμβόλων και αξιών. Τα καΐκια επιδοτούνται όχι για να ταξιδέψουν, αλλά για ν αποσυρθούν και να πριονιστούν σε δημόσια θέα. Το ένα μετά το άλλο τα σκαριά θυσιάζονται στη σφαγή του εκσυγχρονισμού. Η ναυπηγική τέχνη ψυχορραγεί. Τα τελευταία ξύλινα σκαριά, έτοιμα για καθέλκυση, περιμένουν μάταια αγοραστή στην ακρογιαλιά του Αγίου Ισίδωρου, που επιμένει ν αναβιώνει την πατροπαράδοτη τέχνη μέσα από την τραγική προσπάθεια μιας χωρίς ελπίδα επιβίωσης. Η προαιώνια ναυπηγική τέχνη των ξύλινων σκαριών τελειώνει στις μέρες μας, που οι λέξεις για αξίες και πολιτισμό ηχούν τόσο ερημικές πάνω από τις άδειες θάλασσες του Αιγαίου, που αναριγούν καλώντας μέσα τους τα σπαράγματα των πριονισμένων σκαριών τους".