Μέχρι πριν μερικές δεκαετίες, κάθε σαμιώτικο λιμανάκι, στο Πυθαγόρειο, το Κοκκάρι, το Καρλόβασι, στον όρμο του Μαραθοκάμπου, στον Άγιο Ισίδωρο και σε διάφορα άλλα σημεία του νησιού, υπήρχε και ένας ταρσανάς όπου ναυπηγούνταν τρεχαντήρια, βάρκες και καΐκια.
Κατά τον 19ο αιώνα, τα ξύλινα σκάφη που ναυπηγούνταν στη Σάμο θεωρούνταν ως τα καλύτερα του είδους τους και τα πιο ανθεκτικά, καθώς μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις δύσκολες καιρικές συνθήκες του Αιγαίου.
Το μεγάλο τους ατού ήταν το ξύλο από το περίφημο σαμιώτικο πεύκο που χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή τους, το οποίο ήταν ποτισμένο με ρετσίνι και το έκανε ανθεκτικό και ευκολοδούλευτο.
Η μακραίωνη παράδοση της σαμιώτικης τέχνης των ταρσανάδων ξεκίνησε τον 18ο αιώνα από τις αρχαίες «Σάμαινες», τις περίφημες εμπορικές και πολεμικές διήρεις που κυριάρχησαν για ένα αιώνα στο Αιγαίο.
Η παράδοση συνεχίστηκε έως την αυγή του ατμόπλοιου. Στα σκαριά των καϊκιών που ναυπηγούνταν, οι Σαμιώτες φόρτωναν αμπέλια, κρασιά, καπνά και δέρματα, στα οποία στηριζόταν όλη την οικονομία του νησιού.
Ο ταρσανάς στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου |
Σήμερα οι ταρσανάδες της Σάμου αποτελούν πια παρελθόν. Απομένουν δύο και μοναδικοί σε όλο το Αιγαίο, από τους οποίους ο ένας βρίσκεται στο Λιμάνι Καρλοβάσου και ο άλλος, ο πιο γνωστός και σημαντικός, στον όρμο του Αγίου Ισιδώρου.
Κάποτε στο ναυπηγείο του Αγίου Ισίδωρου λειτουργούσαν πολλές μικρές αυτόνομες ναυπηγικές και επισκευαστικές μονάδες. Σήμερα έχει απομείνει μόνο ένας παλιός ναυπηγός, ο γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή Ψιλοπάτης, που πασχίζει να επιβιώσει φτιάχνοντας ψαράδικα τρεχαντήρια.
Κάποτε στο ναυπηγείο του Αγίου Ισίδωρου λειτουργούσαν πολλές μικρές αυτόνομες ναυπηγικές και επισκευαστικές μονάδες. Σήμερα έχει απομείνει μόνο ένας παλιός ναυπηγός, ο γνωστός σε ολόκληρη την περιοχή Ψιλοπάτης, που πασχίζει να επιβιώσει φτιάχνοντας ψαράδικα τρεχαντήρια.
«Όσο αντέξουμε», λέει. Τα τελευταία ξύλινα σκαριά, έτοιμα για καθέλκυση, περιμένουν μάταια αγοραστή στην ακρογιαλιά του Αγίου Ισίδωρου, που επιμένει να αναβιώνει την πατροπαράδοτη τέχνη.
Η τέχνη των ταρσανάδων
Ο ταρσανάς ήταν ένας χώρος με τους δικούς του κώδικες και τη δική του ιδιαίτερη γλώσσα. Αποτελούσε ζωτικό κομμάτι της τοπικής κοινωνίας της Σάμου έως τη δεκαετία του ’60. Οι αυτοδίδακτοι τεχνίτες που εργάζονταν στους ταρσανάδες χαρακτηρίζονταν από μεγάλη υπευθυνότητα, καθώς η θάλασσα θα έκρινε την αντοχή των σκαριών τους, αλλά ήταν και πολύ προληπτικοί.
Όταν σκάρωναν την καρίνα του σκάφους, έπρεπε να καρφωθεί ένας πάσσαλος κόντρα στη πλώρη για να συγκρατεί τον σκελετό. Αυτός που κάρφωνε τον πάσσαλο έπρεπε να έχει τον ήλιο καταπρόσωπο, να μην του ρίχνει τη σκιά του, καθώς θεωρούνταν πολύ κακό σημάδι να καρφώσει τον ίσκιο του στο σκάφος.
Η δουλειά στον ταρσανά ήταν σκληρή και βαριά χειρωνακτική εργασία.
Στους ταρσανάδες δούλευε ένα μεγάλο μέρος του εργατικού κόσμου. Υλοτόμοι, μουλαράδες, μπαλτατζήδες, καραβομαραγκοί, καραβοκύρηδες, καπεταναίοι, ψαράδες, καϊκτσήδες, καλφάδες, έμποροι.
Τα σκάφη που τελείωναν στον ταρσανά επανδρώνονταν συνήθως από τους ίδιους τους καραβομαραγκούς, που ήταν συγχρόνως μάστορες και ναυτικοί.
Τα περισσότερα σκαριά που ναυπηγήθηκαν στους ταρσανάδες της Σάμου ήταν τρεχαντήρια, περάματα, καραβόσκαρα, βαρκαλάδες και ανεμότρατες. Από την πρώτη δεκαετία μετά τον πόλεμο, η κυριαρχία των μεγάλων ξύλινων σκαφών άρχισε να πέφτει.
Οι ταρσανάδες ως τη δεκαετία του 1960 επιβίωναν με παραγγελίες ψαράδικων, τρεχαντηριών, τρατών, με μπότηδες και βάρκες.
Η δόξα των ταρσανάδων κράτησε ως τη δεκαετία του 1970.
Η καθέλκυση του τελειωμένου σκαριού ήταν μία πραγματική γιορτή του ταρσανά. Τα «γκτήματα», όπως λέγονταν, ήταν μια τελετή καθέλκυσης με ψαλμωδίες, αγιασμό του σκαριού και συνοδευόταν από γλέντι με μουσικά όργανα.
Κύριο πρόσταγμα το «λάσκα» και «βίρα». «Νέτα» και «αγάντα». «Ίσα» και «κάργα». «Δώσε ντάνο», «μάινα» και «βάρδα». Και η τελευταία προσταγή, «φόρα βόλτα».
Τα σχοινιά λύνονταν και το τελειωμένο σκάφος έπεφτε στη θάλασσα έτοιμο να ταξιδέψει. Την ώρα που το σκάφος γλιστρούσε έκανε ένα περίεργο τρίξιμο, το οποίο όπως έλεγαν οι ναυτικοί ήταν το μήνυμα του σκαριού προς τον ναυπηγό του ότι πλέον ανήκε στη θάλασσα με σκοπό να εκπληρώσει τον προορισμό του. «Τον ..κλάνει», έλεγαν.
Με αυτόν τον τρόπο έπεσαν στην θάλασσα αναρίθμητα σκαριά από τους ταρσανάδες της Σάμου, που το καθένα μαρτυρούσε την ξεχωριστή προσωπικότητα του μάστορά του. Είχε τη χάρη, το μεράκι και την καλλιτεχνική ευαισθησία του ασπούδαχτου τεχνίτη που το «έχτισε»....
Πηγή: Μηχανή του Χρόνου