Την ημέρα των Θεοφανείων σε κάθε χωριό της Σάμου λειτουργεί μια μόνο
εκκλησία ("μονοκκλησιά"). Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας
σχηματίζεται πομπή για το λιμάνι που θα γίνει ο αγιασμός των υδάτων και ο
Μητροπολίτης (στην πόλη της Σάμου) ή ο παπάς θα ρίξει τον σταυρό.
Όποιος τον πιάσει θεωρείται ο τυχερός της χρονιάς,
παίρνει την ευλογία του ιερέα και μαζί του γυρνούν το μεσημέρι από σπίτι
σε σπίτι για να μεταφέρουν την ευλογία του στους κατοίκους του νησιού.
Σύμφωνα με το βιβλίο "Λαογραφικά της Σάμου" του Νικολάου Δημητρίου, όσοι
από τους παλιούς Σαμιώτες έπαιρναν αγιασμό από την εκκλησία στο σπίτι,
ήταν αναγκασμένοι μέσα σε τρεις ημέρες να τον χύσουν, αλλιώς έπρεπε ο
παπάς να πάει ντυμένος με τα άμφιά του για να τον πάρει. Αν κάποιος
ήθελε να κρατήσει τον αγιασμό στο σπίτι του, έπρεπε να τον βάλει στο
εικονοστάσι, μαζί με τα εικονίσματα και να έχει το καντήλι ακοίμητο,
δηλαδή άσβεστο μέρα και νύχτα.
Τον αγιασμό τον χρησιμοποιούσαν επίσης για να γιατρεύουν διαφόρους
πόνους ή να ρίχνουν στον τάφο των νεκρών που πέθαναν χωρίς να
κοινωνήσουν, για να μην "βρικολακιάσουν".